εἴωθα

εἴωθα
εἴωθα pf. of an obsolete pres. ἔθω; plpf. εἰώθειν; verbal adj. εἰωθός to maintain a custom or tradition, be accustomed (so Hom. et al.; pap, LXX, Philo; Jos., Ant. 11, 37; Tat.; Ath., R. 76, 29) Mt 27:15; Mk 10:1; B 7:8; IEph 7:1. ὡς εἰώθειν as I have been accustomed to do Hs 5, 1, 2. ἃ εἰώθεσαν ποιεῖν αἱ γυναῖκες GPt 12:50. τὸ εἰωθός (Jos., Ant. 17, 150): κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ according to his custom Lk 4:16. κατὰ τὸ εἰ. τῷ Παύλῳ as was Paul’s custom Ac 17:2 (cp. PSI 488, 19 [258 B.C.] κατὰ τὸ εἰωθός; Num 24:1; Sus 13).—DELG. M-M. s.v. ἔθω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… …   Dictionary of Greek

  • εἴωθα — ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰώθασι — εἰώθᾱσι , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰώθασιν — εἰώθᾱσιν , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴωθ' — εἴωθα , ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf imperat act 2nd sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • se- —     se     English meaning: reflexive pronoun     Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “abseits, getrennt, for sich”, dann Reflexivpronomen     Note: and (after analogy from *t(e)u̯e) s(e)u̯e     Material: se and s(e)u̯e Reflexivpronomen for alle… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”